- ἐγχουσίζομαι
- ἐγχουσίζομαι,A rouge, τὸ πρόσωπον, EM313.37; cf. ἀγχουσίζομαι.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐγχουσίζεσθαι — ἐγχουσίζομαι rouge pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχουσίζεται — ἐγχουσίζομαι rouge pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)